- αναγκεμένος
- -η, -ο [αναγκεύω]1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγκεμένος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, φτωχός, άρρωστος: Μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι άνθρωπος αναγκεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ … Dictionary of Greek